-
1 χειρόγραφο
[хирографо] ουσ. о. рукопись.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χειρόγραφο
-
2 рукопись
-
3 рукопись
το χειρόγραφο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рукопись
-
4 вычитать
вычитать Iнесов1. мат ἀφαιρώ, βγάζω, ὑφαιρῶ·2. (удерживать) κρατώ, κάνω κράτηση.вычитать IIсов, вычитывать несов1. узнавать при чтении) διαβάζω κάπου или βρίσκω κάπου γραμμένο):\вычитать из газет διαβάζω στήν ἐφημερίδα·2. (рукопись) παραβάλλω, ἐλέγχω (τό χειρόγραφο). -
5 манускрипт
манускриптм τό χειρόγραφο[ν]. -
6 объемистый
объем||истыйприл ὁγκώδης:\объемистыйистая ру́копись τό Ογκώδες χειρόγραφο. -
7 относить
относитьнесов1. πηγαίνω κάτι/ φέρνω πίσω (назад):\относить что́-л. на место πηγαίνω κάτι στή θέση του·2. (ветром, течением) παρασύρω, παίρνω, τραβώ:ло́дку начало \относить на середину реки τό ρεύμα ἀρχισε νά παρασέρνει τή βάρκα στή μέση τοῦ ποταμοῦ·3. (переносить, отодвигать) μεταθέτω, παραμερίζω, ἀπομακρύνω·4. (причислять к числу, разряду, приурочивать) κατατάσσω, θεωρώ:я отношу́ его́ к ли́дям энергичным θεωρώ κάποιον δραστήριο ἀνθρωπο· \относить рукопись к XV веку κατατάσσω τό χειρόγραφο στον δέκατο πέμπτο ἀΙώνα· ◊ \относить за счет... (иа счет...) ἀποδίδω σέ... κάποια αίτία· ошибку следует \относить за счет его́ небрежности τό λάθος πρέπει νά τό ἀποδόσουμε στήν ἀμέλεια του, τό λάθος ὁφείλεται στήν ἀμέλεια του. -
8 рукопись
ру́копис||ьж τό χειρόγραφο[ν]:древние \рукописьи τά ἀρχαία χειρόγραφα. -
9 манускрипт
[μανουσκρίπτ] ουσ. α. χειρόγραφο -
10 рукопись
[ρούκοπις'] ουσ. θ. χειρόγραφο -
11 манускрипт
[μανουσκρίπτ] ουσ α χειρόγραφο -
12 рукопись
[ρούκοπις'] ουσ θ χειρόγραφο -
13 беловик
-а α.το καθαρό χειρόγραφο. -
14 дальнейший
-ая, -ее, επ., επόμενος, ακόλουθος, κατοπινός, ο παραπέρα, ο παρακάτω•я отказываюсь от -их переговоров δε δέχομαι παραπέρα συνομιλίες•
он не дал -их объяснений δεν ε’δοσε παραπέρα (περισσότερες) εξηγήσεις.
εκφρ.в -ем – α) στο εξής, στο μέλλον, β) παρακάτω (στο βιβλίς, χειρόγραφο κλπ,). -
15 датированный
επ. από μτχ.χρονολογημένος, που φέρει ημερομηνία•-ая рукопись χειρόγραφο με χρονολογία.
-
16 доработка
-и θ.αποτελειωση, αποπεράτωση (δουλιάς, έργου κλπ.)• доработка проекта αποτελεί-ωση του σχεδίου•вернуть рукопись для -и επιστρέφω το χειρόγραφο για περισσότερο δούλεμα.
-
17 древний
επ., βρ: -вен, -вня, -вне.1. αρχαίος, παλαιός•древний обычай παλαιά συνήθεια•
-яя Греция η αρχαία Ελλάδα•
-ие памятники исскуства αρχαία μνημεία Τέχνης•
древний греческий язык η αρχαία ελληνική γλώσσα•
-яя рукопись αρχαίο χειρόγραφο.
ουσ. πλθ. -ие οι αρχαίοι.2. γηραιός, γέρικος•-ие оливковые деревья γέρικα ελαιόδεντρα•
древний старик ο υπέργηρος.
εκφρ.- ие языки – οιαρχαίες γλώσσες (ελληνική και. λατινική). -
18 изучить
-учу, -учишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изученный βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.μαθαίνω•изучить русский язык μαθαίνω ρωσική γλώσσα•
изучить электросварку μαθαίνω ηλεκτροκόλληση.
|| σπουδάζω, ερευνώ, μελετώ•изучить причины экономического кризиса ψάχνω να βρω τις αίτιες της οικονομικής κρίσης•
изучить древнюю рукопись μελετώ αρχαίο χειρόγραφο•
изучить обстановку μελετώ την κατάσταση.
-
19 интерполировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. παρεμβάλλω, παρεισάγω (λέξη ή φράση σε χειρόγραφο)• πλαστογραφώ.(μαθ.) ενώνω υπό ένα τύπο πολλές παρατηρήσεις. -
20 интерполяция
-и θ.παρεμβολή, παρεισαγωγή (λέξεων ή φράσεων σε χειρόγραφο)• πλαστογραφία.(μαθ.) ένωση υπό έναν τύπο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χειρόγραφο — Κείμενο γραμμένο με το χέρι, συνήθως με αντιδιαστολή προς το έντυπο κείμενο. Στην παλαιογραφία ο όρος δηλώνει το γραμμένο με το χέρι βιβλίο, που ήταν κυρίως σε χρήση κατά την όψιμη αρχαιότητα και κατά τον Μεσαίωνα, δηλαδή πριν από την εφεύρεση… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
παλίμψηστο — Χειρόγραφο, του οποίου η αρχική γραφή έχει αποξεστεί, ώστε να χρησιμοποιηθεί για ένα δεύτερο γράψιμο. Τον διεθνή αυτόν όρο, που προέρχεται από την ελληνική (πάλιν + ψάω), χρησιμοποιεί ήδη ο Πλούταρχος, αναφερόμενος σε παλίμψηστους παπύρους, οι… … Dictionary of Greek
απόδεμα — Χειρόγραφο του 17ου αι., βυζαντινής προέλευσης, στο οποίο δίνονται οδηγίες για την παρεμπόδιση με μαγικά μέσα της σαρκικής ένωσης ανδρογύνων. Το κείμενο έχει ιδιαίτερη αξία για το γλωσσικό του ιδίωμα. * * * κ. αμπόδεμα, το [αποδένω] μαγική πράξη… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μικρογραφία — Μικρή εικόνα, ζωγραφισμένη στα παλιά κείμενα, με σκοπό να τα καταστήσει και οπτικά εύληπτα. Η μ. είναι πανάρχαιο είδος. Εμφανίστηκε περίπου πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια στους παπύρους του Βιβλίου των Νεκρών της αρχαίας Αιγύπτου και ήταν… … Dictionary of Greek